- φερωνυμία
- η присвоение чему-л. имени кого-л.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φερωνυμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φερωνυμίη Α [φερώνυμος] η ιδιότητα τού φερώνυμου, το να έχει κανείς όνομα που έχει ληφθεί από πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός μσν. συμφωνία ονόματος με γεγονός αρχ. (κατ επέκτ.) το όνομα που έχει ληφθεί από την ενέργεια ενός… … Dictionary of Greek
φερωνυμίας — φερωνυμίᾱς , φερωνυμία name received from fem acc pl φερωνυμίᾱς , φερωνυμία name received from fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερωνυμίαν — φερωνυμίᾱν , φερωνυμία name received from fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερωνυμίην — φερωνυμία name received from fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερώνυμος — η, ο / φερώνυμος, ον, ΝΑ αυτός τού οποίου το όνομα έχει ληφθεί από ένα πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός αρχ. αυτός που έχει καλή ονομασία. επίρρ... φερωνύμως ΜΑ με φερωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ώνυμος (<… … Dictionary of Greek
ԲԵՐԱՆՈՒՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 483 Chronological Sequence: 13c գ. φερωνυμία Ունելն կամ դնելն զանուն դիպօղ իրացն եղելոց. *Յոգնագոյն որակութիւնք ʼի ներքոյ բերանութեանդ պարփակեալ են. Երզն. քեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)